μετσοβόνε
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μετσοβόνε
<
Μέτσοβ(ο)
+
-όνε
τυρί
μετσοβόνε
Ουσιαστικό
μετσοβόνε
ουδέτερο
άκλιτο
(
τυρί
)
είδος
ημίσκληρου
καπνιστού
τυριού
απ’ το
Μέτσοβο
μετσοβόνε
στη
Βικιπαίδεια
μετσοβέλα
Μεταφράσεις
μετσοβόνε
αγγλικά
:
metsovone
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.