μετεωριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετεωριτικός | η | μετεωριτική | το | μετεωριτικό |
| γενική | του | μετεωριτικού | της | μετεωριτικής | του | μετεωριτικού |
| αιτιατική | τον | μετεωριτικό | τη | μετεωριτική | το | μετεωριτικό |
| κλητική | μετεωριτικέ | μετεωριτική | μετεωριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετεωριτικοί | οι | μετεωριτικές | τα | μετεωριτικά |
| γενική | των | μετεωριτικών | των | μετεωριτικών | των | μετεωριτικών |
| αιτιατική | τους | μετεωριτικούς | τις | μετεωριτικές | τα | μετεωριτικά |
| κλητική | μετεωριτικοί | μετεωριτικές | μετεωριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετεωριτικός <
- (για τη γεωλογία ) μετεωρίτης + -ικός
- (για τα Μετέωρα) < Μετεωρίτ(ης) + ικός
Επίθετο
μετεωριτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
(όρος γεωλογίας)
|
|
που σχετίζεται με τα Μετέωρα
|
|
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.