μετεωριτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεωριτικός η μετεωριτική το μετεωριτικό
      γενική του μετεωριτικού της μετεωριτικής του μετεωριτικού
    αιτιατική τον μετεωριτικό τη μετεωριτική το μετεωριτικό
     κλητική μετεωριτικέ μετεωριτική μετεωριτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεωριτικοί οι μετεωριτικές τα μετεωριτικά
      γενική των μετεωριτικών των μετεωριτικών των μετεωριτικών
    αιτιατική τους μετεωριτικούς τις μετεωριτικές τα μετεωριτικά
     κλητική μετεωριτικοί μετεωριτικές μετεωριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετεωριτικός <

Επίθετο

μετεωριτικός, -ή, -ό

  1. (γεωλογία, αστρονομία) ο σχετικός με μετεωρίτη
    μετεωριτικός κρατήρας, μετεωριτική πτώση, μετεωριτικό υλικό
     δείτε τη λέξη μετεωρητική (κλάδος αστρονομίας)
  2. που σχετίζεται με τα Μετέωρα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.