μετενέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετενέργεια οι μετενέργειες
      γενική της μετενέργειας των μετενεργειών
    αιτιατική τη μετενέργεια τις μετενέργειες
     κλητική μετενέργεια μετενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετενέργεια < μετ- + ενέργεια

Ουσιαστικό

μετενέργεια θηλυκό

  • το να θεωρείται μια σύμβαση ότι είναι ενεργή ακόμα και μετά τη λήξη της
    (ειδικότερα) η νομοθετική πρόβλεψη για διατήρηση σε ισχύ των όρων μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που ορίζεται από τον νόμο, μετά τη λήξη ή την καταγγελία της σύμβασης αυτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.