μετενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετενέργεια | οι | μετενέργειες |
| γενική | της | μετενέργειας | των | μετενεργειών |
| αιτιατική | τη | μετενέργεια | τις | μετενέργειες |
| κλητική | μετενέργεια | μετενέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μετενέργεια θηλυκό
Μεταφράσεις
μετενέργεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.