μεταταρσαλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταταρσαλγία οι μεταταρσαλγίες
      γενική της μεταταρσαλγίας των μεταταρσαλγιών
    αιτιατική τη μεταταρσαλγία τις μεταταρσαλγίες
     κλητική μεταταρσαλγία μεταταρσαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταταρσαλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metatarsalgia < νεολατινική metatarsus < αρχαία ελληνική μετά + ταρσός

Ουσιαστικό

μεταταρσαλγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.