μεταπολιτευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταπολιτευτικός | η | μεταπολιτευτική | το | μεταπολιτευτικό |
| γενική | του | μεταπολιτευτικού | της | μεταπολιτευτικής | του | μεταπολιτευτικού |
| αιτιατική | τον | μεταπολιτευτικό | τη | μεταπολιτευτική | το | μεταπολιτευτικό |
| κλητική | μεταπολιτευτικέ | μεταπολιτευτική | μεταπολιτευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταπολιτευτικοί | οι | μεταπολιτευτικές | τα | μεταπολιτευτικά |
| γενική | των | μεταπολιτευτικών | των | μεταπολιτευτικών | των | μεταπολιτευτικών |
| αιτιατική | τους | μεταπολιτευτικούς | τις | μεταπολιτευτικές | τα | μεταπολιτευτικά |
| κλητική | μεταπολιτευτικοί | μεταπολιτευτικές | μεταπολιτευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταπολιτευτικός < μεταπολίτευση + -τικός
Επίθετο
μεταπολιτευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την μεταπολίτευση, ανήκει σ’ αυτήν ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταπολίτευση, μετά, πολίτης και πόλη
Μεταφράσεις
μεταπολιτευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.