μεταπληροφορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταπληροφορία | οι | μεταπληροφορίες |
| γενική | της | μεταπληροφορίας | των | μεταπληροφοριών |
| αιτιατική | τη | μεταπληροφορία | τις | μεταπληροφορίες |
| κλητική | μεταπληροφορία | μεταπληροφορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταπληροφορία < μετα- + πληροφορία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metainformation
Ουσιαστικό
μεταπληροφορία αρσενικό
- (πληροφορική) πληροφορίες που αναφέρονται σε πληροφορίες
- μετα-πληροφορία
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
μεταπληροφορία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.