μεταπήδηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταπήδηση | οι | μεταπηδήσεις |
| γενική | της | μεταπήδησης* | των | μεταπηδήσεων |
| αιτιατική | τη | μεταπήδηση | τις | μεταπηδήσεις |
| κλητική | μεταπήδηση | μεταπηδήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταπηδήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταπήδηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταπήδησις < μεταπηδάω / μεταπηδῶ < μετα- + αρχαία ελληνική πηδάω / πηδῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈpi.ði.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πή‐δη‐ση
Μεταφράσεις
μεταπήδηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.