μεταξοΰφαντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταξοΰφαντος η μεταξοΰφαντη το μεταξοΰφαντο
      γενική του μεταξοΰφαντου της μεταξοΰφαντης του μεταξοΰφαντου
    αιτιατική τον μεταξοΰφαντο τη μεταξοΰφαντη το μεταξοΰφαντο
     κλητική μεταξοΰφαντε μεταξοΰφαντη μεταξοΰφαντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταξοΰφαντοι οι μεταξοΰφαντες τα μεταξοΰφαντα
      γενική των μεταξοΰφαντων των μεταξοΰφαντων των μεταξοΰφαντων
    αιτιατική τους μεταξοΰφαντους τις μεταξοΰφαντες τα μεταξοΰφαντα
     κλητική μεταξοΰφαντοι μεταξοΰφαντες μεταξοΰφαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταξοΰφαντος < μετάξ(ι) + -ο- + υφαντός, (μαρτυρείται από το 1889)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈi.fan.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταξοΰφαντος

Επίθετο

μεταξοΰφαντος, -η, -ο

  1. που έχει ραφτεί από νήμα μεταξιού, συνώνυμο του μεταξωτός
  2. (μεταφορικά) που είναι στην αφή αστραφτερός και λείος σαν μετάξι

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.