μεταξοΰφαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταξοΰφαντος | η | μεταξοΰφαντη | το | μεταξοΰφαντο |
| γενική | του | μεταξοΰφαντου | της | μεταξοΰφαντης | του | μεταξοΰφαντου |
| αιτιατική | τον | μεταξοΰφαντο | τη | μεταξοΰφαντη | το | μεταξοΰφαντο |
| κλητική | μεταξοΰφαντε | μεταξοΰφαντη | μεταξοΰφαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταξοΰφαντοι | οι | μεταξοΰφαντες | τα | μεταξοΰφαντα |
| γενική | των | μεταξοΰφαντων | των | μεταξοΰφαντων | των | μεταξοΰφαντων |
| αιτιατική | τους | μεταξοΰφαντους | τις | μεταξοΰφαντες | τα | μεταξοΰφαντα |
| κλητική | μεταξοΰφαντοι | μεταξοΰφαντες | μεταξοΰφαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈi.fan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξο‐ΰ‐φα‐ντος
Επίθετο
μεταξοΰφαντος, -η, -ο
Μεταφράσεις
μεταξοΰφαντος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.