μετανάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετανάστρια οι μετανάστριες
      γενική της μετανάστριας των μεταναστριών
    αιτιατική τη μετανάστρια τις μετανάστριες
     κλητική μετανάστρια μετανάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετανάστρια < μετανάστης + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

μετανάστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.