μεταμόρφωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεταμόρφωσῐς αἱ μεταμορφώσεις
      γενική τῆς μεταμορφώσεως τῶν μεταμορφώσεων
      δοτική τῇ μεταμορφώσει ταῖς μεταμορφώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μεταμόρφωσῐν τὰς μεταμορφώσεις
     κλητική ! μεταμόρφωσῐ μεταμορφώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταμορφώσει
γεν-δοτ τοῖν  μεταμορφωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταμόρφωσις < μεταμορφῶ (μετα- + μορφόω) + -σις (-ωσις)

Ουσιαστικό

μεταμόρφωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.