μεταθετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταθετικός | η | μεταθετική | το | μεταθετικό |
| γενική | του | μεταθετικού | της | μεταθετικής | του | μεταθετικού |
| αιτιατική | τον | μεταθετικό | τη | μεταθετική | το | μεταθετικό |
| κλητική | μεταθετικέ | μεταθετική | μεταθετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταθετικοί | οι | μεταθετικές | τα | μεταθετικά |
| γενική | των | μεταθετικών | των | μεταθετικών | των | μεταθετικών |
| αιτιατική | τους | μεταθετικούς | τις | μεταθετικές | τα | μεταθετικά |
| κλητική | μεταθετικοί | μεταθετικές | μεταθετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταθετικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
μεταθετικός
- (άλγεβρα) που δεν μεταβάλλεται αν του αλλάξουμε την σειρά
- ↪ Στην άλγεβρα μια πράξη (πρ) είναι μεταθετική όταν: a (πρ) b = b (πρ) a, όπως για παράδειγμα a+b=b+a και aXb=bXa
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μεταθετικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.