διενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διενέργεια | οι | διενέργειες |
| γενική | της | διενέργειας | των | διενεργειών |
| αιτιατική | τη | διενέργεια | τις | διενέργειες |
| κλητική | διενέργεια | διενέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διά + εν + έργο
Ουσιαστικό
διενέργεια θηλυκό
Συγγενικά
- διενεργώ
- διενεργών
Μεταφράσεις
διενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.