διενέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διενέργεια οι διενέργειες
      γενική της διενέργειας των διενεργειών
    αιτιατική τη διενέργεια τις διενέργειες
     κλητική διενέργεια διενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διά + εν + έργο

Ουσιαστικό

διενέργεια θηλυκό

  • η εκτέλεση, η ενέργεια, η διεξαγωγή
    η διενέργεια εκλογών είναι απαραίτητη για την επαναδιατύπωση της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.