μετέφηβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετέφηβος οι μετέφηβοι
      γενική του μετέφηβου
& μετεφήβου
των μετέφηβων
& μετεφήβων
    αιτιατική τον μετέφηβο τους μετέφηβους
& μετεφήβους
     κλητική μετέφηβε μετέφηβοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετέφηβος < μετ- + έφηβος

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈte.fi.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετέφηβος

Ουσιαστικό

μετέφηβος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.