μετεφηβεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεφηβεία οι μετεφηβείες
      γενική της μετεφηβείας των μετεφηβειών
    αιτιατική τη μετεφηβεία τις μετεφηβείες
     κλητική μετεφηβεία μετεφηβείες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετεφηβεία < μετ- + εφηβεία {ετυ+}}

Προφορά

ΔΦΑ : /me.te.fiˈvi.a/

Ουσιαστικό

μετεφηβεία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.