μεσόδμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσόδμη οι μεσόδμες
      γενική της μεσόδμης των μεσοδμών
    αιτιατική τη μεσόδμη τις μεσόδμες
     κλητική μεσόδμη μεσόδμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσόδμη < αρχαία ελληνική μεσόδμη < μέσος + δέμω / δόμος

Ουσιαστικό

μεσόδμη θηλυκό

  1. (αρχαιοπρεπές, αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) το μεσοδόκι
  2. (αρχαιοπρεπές, ναυπηγικός όρος) η διαδοκίδα, η μπικεριά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.