μεσουράνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μεσουράνησῐς | αἱ | μεσουρανήσεις | ||||
| γενική | τῆς | μεσουρανήσεως | τῶν | μεσουρανήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | μεσουρανήσει | ταῖς | μεσουρανήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | μεσουράνησῐν | τὰς | μεσουρανήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | μεσουράνησῐ | μεσουρανήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεσουρανήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεσουρανησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μεσουράνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεσουρανέω / μεσουρανῶ, μεσ-ουρανη- + -σις (-ησις)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μαλάκυνση με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
μεσουράνησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (αστρονομία) η μεσουράνηση, το μεσουράνημα ουράνιου σώματος
- άλλες μορφές: μεσουράνημα
Σύνθετα
- ἀντιμεσουράνησις
- συμμεσουράνησις
Πηγές
- μεσουράνησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεσουράνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.