μενσεβικικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μενσεβικικός η μενσεβικική το μενσεβικικό
      γενική του μενσεβικικού της μενσεβικικής του μενσεβικικού
    αιτιατική τον μενσεβικικό τη μενσεβικική το μενσεβικικό
     κλητική μενσεβικικέ μενσεβικική μενσεβικικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μενσεβικικοί οι μενσεβικικές τα μενσεβικικά
      γενική των μενσεβικικών των μενσεβικικών των μενσεβικικών
    αιτιατική τους μενσεβικικούς τις μενσεβικικές τα μενσεβικικά
     κλητική μενσεβικικοί μενσεβικικές μενσεβικικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μενσεβικικός < μενσεβίκος

Επίθετο

μενσεβικικός, -ή, -ό

που αφορά τους μενσεβίκους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.