μελιτζανόπιτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελιτζανόπιτα οι μελιτζανόπιτες
      γενική της μελιτζανόπιτας των (μελιτζανοπιτών)
    αιτιατική τη μελιτζανόπιτα τις μελιτζανόπιτες
     κλητική μελιτζανόπιτα μελιτζανόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελιτζανόπιτα < μελιτζάν(α) + -ό- + -πιτα

Ουσιαστικό

μελιτζανόπιτα θηλυκό

  1. (γαστρονομία): σφολιάτα με μελιτζάνες
  2. πίτα με γέμιση μελιτζάνες, τυρί και κρεμμύδια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.