μεθερμήνευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθερμήνευση οι μεθερμηνεύσεις
      γενική της μεθερμήνευσης* των μεθερμηνεύσεων
    αιτιατική τη μεθερμήνευση τις μεθερμηνεύσεις
     κλητική μεθερμήνευση μεθερμηνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεθερμηνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

.

Ετυμολογία

μεθερμήνευση < μεθερμήνευσις στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) μεθερμήνευσις

Ουσιαστικό

μεθερμήνευση θηλυκό

  1. η ερμηνεία, η μετάφραση
  2. η απλοποίηση μιας φράσης ώστε να γίνει πιο κατανοητή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.