μεθερμηνεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
μεθερμηνεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεθερμηνεύω
- θα μεθερμηνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεθερμηνεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μεθερμηνεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεθερμήνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.