μεθάνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεθάνιο τα μεθάνια
      γενική του μεθάνιου
& μεθανίου
των μεθάνιων
& μεθανίων
    αιτιατική το μεθάνιο τα μεθάνια
     κλητική μεθάνιο μεθάνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεθάνιο < methan

Ουσιαστικό

μεθάνιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.