μεγιστοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
μεγιστοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεγιστοποιώ
- θα μεγιστοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεγιστοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μεγιστοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεγιστοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.