μεγαλοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μεγαλοποιώ
- (μεταβατικό) περιγράφω κάτι υπερβάλλοντας ως προς τη σημασία του, δίνω σε κάτι σημασία δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την αξία του
Μεταφράσεις
μεγαλοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.