μεγαλόκαρπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόκαρπος η μεγαλόκαρπη το μεγαλόκαρπο
      γενική του μεγαλόκαρπου της μεγαλόκαρπης του μεγαλόκαρπου
    αιτιατική τον μεγαλόκαρπο τη μεγαλόκαρπη το μεγαλόκαρπο
     κλητική μεγαλόκαρπε μεγαλόκαρπη μεγαλόκαρπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόκαρποι οι μεγαλόκαρπες τα μεγαλόκαρπα
      γενική των μεγαλόκαρπων των μεγαλόκαρπων των μεγαλόκαρπων
    αιτιατική τους μεγαλόκαρπους τις μεγαλόκαρπες τα μεγαλόκαρπα
     κλητική μεγαλόκαρποι μεγαλόκαρπες μεγαλόκαρπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλόκαρπος < μεγάλος + -ο- + καρπός

Επίθετο

μεγαλόκαρπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.