μεγαλοκαρχαρίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοκαρχαρίας οι μεγαλοκαρχαρίες
      γενική του μεγαλοκαρχαρία των μεγαλοκαρχαριών
    αιτιατική τον μεγαλοκαρχαρία τους μεγαλοκαρχαρίες
     κλητική μεγαλοκαρχαρία μεγαλοκαρχαρίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοκαρχαρίας < μεγαλο- + καρχαρίας, απόδοση για τη γαλλική requin [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.kaɾ.xaˈɾi.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλοκαρχαρίας

Ουσιαστικό

μεγαλοκαρχαρίας αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.