μεγαλοκαρχαρίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγαλοκαρχαρίας | οι | μεγαλοκαρχαρίες |
| γενική | του | μεγαλοκαρχαρία | των | μεγαλοκαρχαριών |
| αιτιατική | τον | μεγαλοκαρχαρία | τους | μεγαλοκαρχαρίες |
| κλητική | μεγαλοκαρχαρία | μεγαλοκαρχαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.kaɾ.xaˈɾi.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λο‐καρ‐χα‐ρί‐ας
Αναφορές
- μεγαλοκαρχαρίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.