μασχάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μασχάλη οι μασχάλες
      γενική της μασχάλης των (μασχαλών)
    αιτιατική τη μασχάλη τις μασχάλες
     κλητική μασχάλη μασχάλες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινη μασχάλη

Ετυμολογία

μασχάλη < αρχαία ελληνική μασχάλη

Ουσιαστικό

μασχάλη θηλυκό

  • (ανατομία) η κοιλότητα που σχηματίζεται στο σημείο που ενώνονται ο κορμός με το εσωτερικό μέρος του βραχίονα και καλύπτεται στους ενηλίκους από τριχοφυΐα.
  • (βοτανική) η γωνιώδης θέση στο βλαστό ενός φυτού μεταξύ του φύλλου και του επάνω μέρους του βλαστού.

Εκφράσεις

  • δεν χωράνε δυο καρπούζια σε μια μασχάλη: δεν μπορείς να έχεις περισσότερα από όσα σου επιτρέπουν οι συνθήκες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.