μασητήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μασητήριος | η | μασητήρια | το | μασητήριο |
| γενική | του | μασητήριου | της | μασητήριας | του | μασητήριου |
| αιτιατική | τον | μασητήριο | τη | μασητήρια | το | μασητήριο |
| κλητική | μασητήριε | μασητήρια | μασητήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μασητήριοι | οι | μασητήριες | τα | μασητήρια |
| γενική | των | μασητήριων | των | μασητήριων | των | μασητήριων |
| αιτιατική | τους | μασητήριους | τις | μασητήριες | τα | μασητήρια |
| κλητική | μασητήριοι | μασητήριες | μασητήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μασητήριος < (ελληνιστική κοινή) (μαση(τήρ) + -τήριος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.siˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ση‐τή‐ρι‐ος
Μεταφράσεις
μασητήριος
|
|
Αναφορές
- μασητήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.