μασητήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μασητήριος η μασητήρια το μασητήριο
      γενική του μασητήριου της μασητήριας του μασητήριου
    αιτιατική τον μασητήριο τη μασητήρια το μασητήριο
     κλητική μασητήριε μασητήρια μασητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μασητήριοι οι μασητήριες τα μασητήρια
      γενική των μασητήριων των μασητήριων των μασητήριων
    αιτιατική τους μασητήριους τις μασητήριες τα μασητήρια
     κλητική μασητήριοι μασητήριες μασητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μασητήριος < (ελληνιστική κοινή) (μαση(τήρ) + -τήριος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.siˈti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μασητήριος

Επίθετο

μασητήριος, -α, -ο

  • (ανατομία) σχετικός με τη μάσηση
    μασητήριοι μύες - μαστητήριο νεύρο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.