μαργαριτοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαργαριτοφόρος η μαργαριτοφόρα το μαργαριτοφόρο
      γενική του μαργαριτοφόρου της μαργαριτοφόρας του μαργαριτοφόρου
    αιτιατική τον μαργαριτοφόρο τη μαργαριτοφόρα το μαργαριτοφόρο
     κλητική μαργαριτοφόρε μαργαριτοφόρα μαργαριτοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαργαριτοφόροι οι μαργαριτοφόρες τα μαργαριτοφόρα
      γενική των μαργαριτοφόρων των μαργαριτοφόρων των μαργαριτοφόρων
    αιτιατική τους μαργαριτοφόρους τις μαργαριτοφόρες τα μαργαριτοφόρα
     κλητική μαργαριτοφόροι μαργαριτοφόρες μαργαριτοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαργαριτοφόρος < μεσαιωνική ελληνική μαργαριτοφόρος <(ελληνιστική κοινή) μαργαρίτ(ης) + -ο- + -φόρος
Pinctada margaritifera

Επίθετο

μαργαριτοφόρος, -ος, -ο (σε χρήση κυρίως το ουδέτερο)

  • για όστρακα που μπορούν να παράγουν ή ήδη φέρουν μαργαριτάρι, κυρίως για το είδος Pinctada margaritifera
Από όλα τα κογχύλια το αξιολογώτατον είναι ο μαργαριτοφόρος κόγχος (Δημήτριος Δάρβαρις, 1801)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.