μαργαριτοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαργαριτοφόρος | η | μαργαριτοφόρα | το | μαργαριτοφόρο |
| γενική | του | μαργαριτοφόρου | της | μαργαριτοφόρας | του | μαργαριτοφόρου |
| αιτιατική | τον | μαργαριτοφόρο | τη | μαργαριτοφόρα | το | μαργαριτοφόρο |
| κλητική | μαργαριτοφόρε | μαργαριτοφόρα | μαργαριτοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαργαριτοφόροι | οι | μαργαριτοφόρες | τα | μαργαριτοφόρα |
| γενική | των | μαργαριτοφόρων | των | μαργαριτοφόρων | των | μαργαριτοφόρων |
| αιτιατική | τους | μαργαριτοφόρους | τις | μαργαριτοφόρες | τα | μαργαριτοφόρα |
| κλητική | μαργαριτοφόροι | μαργαριτοφόρες | μαργαριτοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαργαριτοφόρος < μεσαιωνική ελληνική μαργαριτοφόρος <(ελληνιστική κοινή) μαργαρίτ(ης) + -ο- + -φόρος

Pinctada margaritifera
Επίθετο
μαργαριτοφόρος, -ος, -ο (σε χρήση κυρίως το ουδέτερο)
- για όστρακα που μπορούν να παράγουν ή ήδη φέρουν μαργαριτάρι, κυρίως για το είδος Pinctada margaritifera
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.