wilt

Αγγλικά (en)

Ρήμα

wilt (en)

  1. μαραίνομαι, μαραίνω, μαραζώνω
  2. (αρχαϊκό) θα, θα πας να, θέλεις, θες (ως βοηθητικό ρήμα δεύτερου προσώπου που αφορά την πρόθεση/θέληση ή μελλοντική κατάσταση κάποιου)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.