wilt
Αγγλικά (en)
Ρήμα
wilt
(en)
μαραίνομαι, μαραίνω, μαραζώνω
(
αρχαϊκό
)
θα, θα πας να, θέλεις, θες (ως βοηθητικό ρήμα δεύτερου προσώπου που αφορά την πρόθεση/θέληση ή μελλοντική κατάσταση κάποιου)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.