μαντζουριανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαντζουριανός | η | μαντζουριανή | το | μαντζουριανό |
| γενική | του | μαντζουριανού | της | μαντζουριανής | του | μαντζουριανού |
| αιτιατική | τον | μαντζουριανό | τη | μαντζουριανή | το | μαντζουριανό |
| κλητική | μαντζουριανέ | μαντζουριανή | μαντζουριανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαντζουριανοί | οι | μαντζουριανές | τα | μαντζουριανά |
| γενική | των | μαντζουριανών | των | μαντζουριανών | των | μαντζουριανών |
| αιτιατική | τους | μαντζουριανούς | τις | μαντζουριανές | τα | μαντζουριανά |
| κλητική | μαντζουριανοί | μαντζουριανές | μαντζουριανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- μαντζουριανός < Μαντζουρία < Manshū (ιαπωνική ονομασία της περιοχής)
Επίθετο
μαντζουριανός,ή,ό
- σχετικός με τη Μαντζουρία, καταγόμενος από εκεί, προερχόμενος από εκεί
- έχει φέρει ένα καταπληκτικό μαντζουριανό χαλί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.