μανταρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μανταρίστρια | οι | μανταρίστριες |
| γενική | της | μανταρίστριας | των | μανταριστριών |
| αιτιατική | τη | μανταρίστρια | τις | μανταρίστριες |
| κλητική | μανταρίστρια | μανταρίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μαντάρω
Μεταφράσεις
μανταρίστρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.