μανιεριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μανιεριστής | οι | μανιεριστές |
| γενική | του | μανιεριστή | των | μανιεριστών |
| αιτιατική | τον | μανιεριστή | τους | μανιεριστές |
| κλητική | μανιεριστή | μανιεριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανιεριστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική manieriste + -ης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ɲe.ɾiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νιε‐ρι‐στής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μανιεριστής
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.