μανιερισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανιερισμός οι μανιερισμοί
      γενική του μανιερισμού των μανιερισμών
    αιτιατική τον μανιερισμό τους μανιερισμούς
     κλητική μανιερισμέ μανιερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανιερισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική maniérisme ή ιταλική manierismo

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ɲe.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μανιερισμός

Ουσιαστικό

μανιερισμός αρσενικό (τέχνη)

  1. καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριάρχησε στην Ιταλία μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα
  2. η επιτήδευση στο ύφος και στην τεχνοτροπία καλλιτεχνικού έργου, η έλλειψη φυσικότητας και πρωτοτυπίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.