μανάβης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μανάβης | οι | μανάβηδες |
| γενική | του | μανάβη | των | μανάβηδων |
| αιτιατική | τον | μανάβη | τους | μανάβηδες |
| κλητική | μανάβη | μανάβηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανάβης < (άμεσο δάνειο) τουρκική manav[1]
Ουσιαστικό
μανάβης αρσενικό (θηλυκό: μανάβισσα)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μαναβική
- μανάβικο
- μανάβισσα
- εμπορομανάβης
- ψαρομανάβης
- ψαρομανάβικο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.