ψαρομανάβης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαρομανάβης οι ψαρομανάβηδες
      γενική του ψαρομανάβη των ψαρομανάβηδων
    αιτιατική τον ψαρομανάβη τους ψαρομανάβηδες
     κλητική ψαρομανάβη ψαρομανάβηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαρομανάβης < ψάρια + μανάβης

Ουσιαστικό

ψαρομανάβης αρσενικό, ψαρομανάβισσα θηλυκό

  1. (επάγγελμα) ο ιχθυοπώλης
  2. (επάγγελμα) ο μανάβης που πουλάει λιανικά φρούτα, χόρτα, λαχανικά και ψάρια

Συνώνυμα

  • ιχθυοπωροπώλης
  • ιχθυολαχανοπώλης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.