μαμούδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαμούδι τα μαμούδια
      γενική του μαμουδιού των μαμουδιών
    αιτιατική το μαμούδι τα μαμούδια
     κλητική μαμούδι μαμούδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαμούδι < μεσαιωνική ελληνική μαμούδι[1] < μαμούνι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈmu.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαμούδι

Ουσιαστικό

μαμούδι ουδέτερο

  1. (έντομο) άλλη μορφή του μαμούνι
  2. μεταφορικά, τρυφερά) το ζωηρό παιδάκι που κάνει σκανδαλιές στα μουλωχτά ή που τριγυρίζει αδιάκοπα πάνωκάτω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.