μακρόκοσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακρόκοσμος οι μακρόκοσμοι
      γενική του μακρόκοσμου
& μακροκόσμου
των μακρόκοσμων
& μακροκόσμων
    αιτιατική τον μακρόκοσμο τους μακρόκοσμους
& μακροκόσμους
     κλητική μακρόκοσμε μακρόκοσμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακρόκοσμος < για να αποδοθεί το γαλλικό macrocosme που είχε δημιουργηθεί από to λατινικό macrocosmus το οποίο με τη σειρά του είχε συντεθεί από τις ελληνικές λεξεις μακρός και κόσμος. Μορφολογικά αναλύεται σε μακρό- + -κοσμος

Ουσιαστικό

μακρόκοσμος αρσενικό (όχι σύνηθες στον πληθυντικό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.