μακροπόδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μακροπόδης | οι | μακροπόδηδες |
| γενική | του | μακροπόδη | των | μακροπόδηδων |
| αιτιατική | τον | μακροπόδη | τους | μακροπόδηδες |
| κλητική | μακροπόδη | μακροπόδηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μακροπόδης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.