μαιευτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαιευτήριο τα μαιευτήρια
      γενική του μαιευτηρίου
& μαιευτήριου
των μαιευτηρίων
    αιτιατική το μαιευτήριο τα μαιευτήρια
     κλητική μαιευτήριο μαιευτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαιευτήριο < μαιευτήρ
νεογέννητα βρέφη σε μαιευτήριο (1968)

Ουσιαστικό

μαιευτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.