μαδάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαδάρα | οι | μαδάρες |
| γενική | της | μαδάρας | — | |
| αιτιατική | τη | μαδάρα | τις | μαδάρες |
| κλητική | μαδάρα | μαδάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαδάρα < αρχαία ελληνική μαδαρός (γυμνός)
Ουσιαστικό
μαδάρα θηλυκό
- αποψιλωμένη έκταση, γυμνή, άδενδρη, ακατάλληλη για γεωργική εκμετάλλευση
- Τα θερινά βοσκοτόπια των κρητικών βουνών (ιδιαίτερα των Λευκών Ορέων) που βρίσκονται σε υψόμετρο από 1.400 έως 2.000 μέτρα.
- μαδάρα δέκα οκάδων (εκείνος που νοίκιαζε τη μαδάρα για βοσκοτόπι έπρεπε να δίνει για ενοίκιο 10 οκάδες τυρί το χρόνο)
- η ερήμωση, η καταστροφή
- Τα κάνανε μαδάρα (παρωχημένο ως μαδάρα, επιβιώνει ως μαντάρα)
Μεταφράσεις
μαδάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.