Μαδάρες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Μαδάρες | ||
| γενική | των | Μαδάρων | ||
| αιτιατική | τις | Μαδάρες | ||
| κλητική | Μαδάρες | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μαδάρες < μαδάρα στον πληθυντικό < αρχαία ελληνική μαδαρός (φαλακρός) < μαδάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈða.ɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐δά‐ρες
Συγγενικά
- Μαδάρα
- Μαδαρή
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Μαδάρες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Μαδάρα
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.