μαγνησιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | μαγνησιούχος | το | μαγνησιούχο | ||
| γενική | του/της | μαγνησιούχου | του | μαγνησιούχου | ||
| αιτιατική | τον/τη | μαγνησιούχο | το | μαγνησιούχο | ||
| κλητική | μαγνησιούχε | μαγνησιούχο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | μαγνησιούχοι | τα | μαγνησιούχα | ||
| γενική | των | μαγνησιούχων | των | μαγνησιούχων | ||
| αιτιατική | τους/τις | μαγνησιούχους | τα | μαγνησιούχα | ||
| κλητική | μαγνησιούχοι | μαγνησιούχα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μαγνησιούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.