μαγειρεῖα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαγειρεῖα < ουσιαστικοποιημένο μαγειρεῖον στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

μαγειρεῖα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • περιοχή της αρχαίας Αθήνας που βρίσκονταν τα κρεοπωλεία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μαγειρεῖα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.