μετάφαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάφαση οι μεταφάσεις
      γενική της μετάφασης* των μεταφάσεων
    αιτιατική τη μετάφαση τις μεταφάσεις
     κλητική μετάφαση μεταφάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταφάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετάφαση < μετά + φάση (διεθνής βιολογικός όρος)

Ουσιαστικό

μετάφαση θηλυκό

  • (βιολογία): το δεύτερο στάδιο διαίρεσης του πυρήνα των ευκαρυωτικών κυττάρων, που συμβαίνει μία φορά στη μίτωση και δύο φορές στη μείωση.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.