μίσανδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μίσανδρος η μίσανδρη το μίσανδρο
      γενική του μίσανδρου της μίσανδρης του μίσανδρου
    αιτιατική τον μίσανδρο τη μίσανδρη το μίσανδρο
     κλητική μίσανδρε μίσανδρη μίσανδρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μίσανδροι οι μίσανδρες τα μίσανδρα
      γενική των μίσανδρων των μίσανδρων των μίσανδρων
    αιτιατική τους μίσανδρους τις μίσανδρες τα μίσανδρα
     κλητική μίσανδροι μίσανδρες μίσανδρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μίσανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μίσανδρος < (μισῶ) μίσ- + -ανδρος (ἀνήρ)

Επίθετο

μίσανδρος, -η, -ο

  • αυτός που μισεί το ανδρικό φύλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.