μίνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μίνιο τα μίνια
      γενική του μινίου
& μίνιου
των μινίων
    αιτιατική το μίνιο τα μίνια
     κλητική μίνιο μίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίνιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική minio

Ουσιαστικό

μίνιο ουδέτερο

  • κοκκινωπό υλικό, παρασκευασμένο από οξείδια του μολύβδου, σε ρευστή μορφή ή σε σκόνη, που χρησιμοποιείται σαν υπόστρωμα βαφής σε μεταλλικά αντικείμενα για προστασία από τη σκουριά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.