αστάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστάρι τα αστάρια
      γενική του ασταριού των ασταριών
    αιτιατική το αστάρι τα αστάρια
     κλητική αστάρι αστάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική astar < περσική آستر (āstar, φόδρα)

Ουσιαστικό

αστάρι ουδέτερο

  1. υλικό που χρησιμοποιείται σαν πρώτη επίστρωση (υπόστρωμα) πάνω σε άλλα υλικά για να τα προστατέψει και ταυτόχρονα να βοηθήσει το βάψιμο τους
  2. (ιδιωματικό) η φόδρα [1]

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 67.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.