αστάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστάρι | τα | αστάρια |
| γενική | του | ασταριού | των | ασταριών |
| αιτιατική | το | αστάρι | τα | αστάρια |
| κλητική | αστάρι | αστάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική astar < περσική آستر (āstar, φόδρα)
Ουσιαστικό
αστάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
αστάρι
|
|
Αναφορές
- Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 67.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.