μίτζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίτζα οι μίτζες
      γενική της μίτζας των μιτζών
    αιτιατική τη μίτζα τις μίτζες
     κλητική μίτζα μίτζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίτζα < μίζα < γαλλική mise

Ουσιαστικό

μίτζα θηλυκό

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη μίζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.