μάστορης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μάστορης | οι | μαστόρηδες |
| γενική | του | μάστορη | των | μαστόρηδων |
| αιτιατική | τον | μάστορη | τους | μαστόρηδες |
| κλητική | μάστορη | μαστόρηδες | ||
| Συγκρίνετε με την κλίσητ ου μάστορας (πληθυντικός: μάστορες) με επιπλέον λαϊκότροπους τύπους στον πληθυντικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κοτζάμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάστορης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.sto.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐στο‐ρης
Εκφράσεις
- βρίσκω το μάστορή μου / βρίσκω το μάστορά μου
Πηγές
- μάστορης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- μάστορας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.