πρωτομάστορης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτομάστορης οι πρωτομαστόρηδες
      γενική του πρωτομάστορη των πρωτομαστόρηδων
    αιτιατική τον πρωτομάστορη τους πρωτομαστόρηδες
     κλητική πρωτομάστορη πρωτομαστόρηδες
Συγκρίνετε με την κλίση του μάστορας (πληθυντικός: μάστορες).
Κατηγορία όπως «κοτζάμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτομάστορης < πρωτομάστορ(ας) + -ης κατά το μάστορας - μάστορης. Δείτε και το μεσαιωνικό πρωτομάστορης

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.toˈma.sto.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωτομάστορης

Ουσιαστικό

πρωτομάστορης αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές





Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πρωτομάστορης < πρωτομάστορ(ας) + -ης κατά το μάστορας - μάστορης.[1]

Ουσιαστικό

πρωτομάστορης αρσενικό

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.